Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Το τελευταίο ταξίδι στην χώρα των θαυμάτων

Αστικός παρα-μύθος με μια προσωπική πινελιά.


Όταν η Αλίκη άνοιξε τα μάτια της, βρισκόταν πάλι στον κόσμο Πέρα Από τον Καθρέφτη. Ερχόταν σε αυτό το μέρος από τότε που ήταν παιδί - ένα μέρος που για αυτήν, ήταν το δικό της κομμάτι παραδείσου, το δικό της δικαίωμα στην αιωνιότητα.

Φυσικά, η Αλίκη μεγάλωσε από την πρώτη της επίσκεψη σε αυτό τον παράξενο κόσμο, και με τη σειρά του το ίδιο έκανε και ο κόσμος. Η χώρα των θαυμάτων είχε αρχίσει να αποκτάει νόημα - αυτό, ή η Αλίκη είχε αρχίσει να χάνει το μυαλό της. Πραγματικά όμως, δεν την ένοιαζε. Το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν η εικόνα του Λαγού, του παράξενου αυτού φίλου της που κάθε στιγμή μαζί του ήταν περιπέτεια. Τα τελευταία χρόνια η Αλίκη είχε αρχίσει να βλέπει τον Λαγό να μεγαλώνει, να αλλάζει, όπως και αυτή άλλωστε. Είχε σταματήσει πλέον να οργανώνει tea parties, και το γούστο του στα ρούχα είχε αλλάξει αισθητά. Δεν έμοιαζε πλέον καθόλου με Λαγό, αλλά με άνδρα - έναν πολύ γοητευτικό άνδρα. Η Αλίκη δεν ήταν πλέον κοριτσάκι, είχε γνωρίσει άνδρες, αλλά ο Λαγός...τα συναισθήματα που είχε για αυτόν δεν έμοιαζαν με τίποτα άλλο στο κόσμο, όχι μόνο επειδή ήταν ό,τι πιο δυνατό είχε ζήσει, αλλά και επειδή κάθε στιγμή που περνούσε, προσπαθούσε να τα αρνηθεί με όλο της το είναι.

Το σπίτι του Λαγού ήταν άδειο, και ήταν άδειο με έναν πολύ παράξενο τρόπο. Τα έπιπλα ήταν στις θέσεις τους, τα πράγματα βρισκόντουσαν εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται, το ψυγείο ήταν γεμάτο και οι χώροι καθαρισμένοι, όμως είχε την αίσθηση οτι δεν ήταν πλέον σπίτι. Ήταν κτίριο, ήταν κτίσμα, αλλά δεν ήταν πλέον σπίτι. Η Αλίκη τρόμαξε. Χωρίς τον Λαγό, δεν υπήρχε χώρα των θαυμάτων. Χωρίς τον Λαγό, ο καθρέφτης ήταν απλά ένας καθρέφτης, το τσάι ήταν απλά τσάι, και το φιλί ήταν απλά ένα φιλί. Η Αλίκη ετοιμαζόταν να βγει στους δρόμους, να αρχίσει να ψάχνει στα τυφλά μέσα στην απελπισία της, όταν ξαφνικά πρόσεξε πως υπήρχε ένα σημείωμα για αυτήν στο τραπεζάκι της κουζίνας.


"Είναι παράξενο το πως κανείς από τους δυο μας δεν μιλάει ποτέ για αυτό. Βλέπεις έχω ένα παράξενο χάρισμα - ξέρω τι κρύβουν οι άνθρωποι στις καρδιές τους. Δεν μιλάω για φανφάρες και τσίρκα, δεν μιλάω για φθηνά τρικ που βρίσκω πιο χαρτί έχεις διαλέξει, δεν μιλάω για κρυμμένους καθρέφτες και λυγισμένα κουτάλια. Πραγματικά ξέρω τις βαθειές επιθυμίες των ανθρώπων, τα πράγματα που πράγματι θέλουν, είτε τολμούν είτε να το παραδεχτούν, είτε όχι.

Αυτό μου δίνει την βιβλική ιδιότητα του διαβόλου. Για κάποιο λόγο, παρόλο που όλοι πιστεύουν πως το πόσο θέλουν κάτι παίζει κάποιον μικρό ή μεγάλο ρόλο στο αν θα το αποκτήσουν, ίσως ακόμα και στο αν το σύμπαν θα συνωμοτήσει για αυτούς, όλοι ντρέπονται για τις βαθιές επιθυμίες τους και σε φοβούνται όταν καταλάβουν ότι μπορείς να τις δεις. Σε φοβούνται για λίγο δηλαδή, ίσως μερικές στιγμές στην δικιά μου περίπτωση, μετά απλά σε αποφεύγουν, σε σνομπάρουν, σε ακυρώνουν, και ίσως, αν όντως έχεις τολμήσει να τους φέρεις αντιμέτωπους με το ντοπελγκάνγκερ που κρύβεται στα σωθικά τους, σε μισούν θανάσιμα.

Ποιός είσαι εσύ που τολμάς να καταλαβαίνεις πότε κάποιος θέλει να σε φιλήσει, αλλά "δεν κάνει"; Ποιός είσαι εσύ που τολμάς να καταλαβαίνεις πως, παρόλο τον τεράστιο μισθό του, αυτός εκεί είναι απίστευτα δυστυχισμένος; Ποιός είσαι εσύ που τολμάς να καταλαβαίνεις πως, ο τύπος που κάθεται απέναντι σου στο λεωφορείο κρατόντας σφιχτά το National Geographic, δεν θα τολμήσει ποτέ να ταξιδέψει, τουλάχιστον όχι πραγματικά;

Και μετά μπαίνει ο μηχανισμός άμυνας. "Δεν είναι έτσι, δεν μπορείς να ξέρεις εσύ, δεν μπορείς να το αποδείξεις, λες βλακείες, νομίζεις οτι ξέρεις τι σκέφτονται όλοι, νομίζεις οτι είσαι τόσο καλύτερος από όλους, είσαι απαίσιος, είσαι ο χειρότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ". Και ίσως να υπήρχε ένα δίκιο εδώ - γιατί δηλαδή να πιστεύω πως μόνο εγώ μπορώ να καταλάβω τις καρδιές των ανθρώπων;

Και εδώ βρίσκεται όλη η υπόθεση, όλη η ξεχασμένη μαγεία που χάθηκε στην μετάφραση. Ποτέ δεν είπα οτι μόνο εγώ μπορώ να δω το άβατον της ανθρώπινης ψυχής. Ο κόσμος γύρω μας είναι φτιαγμένος από σκέψεις, από ιδέες, από επιθυμίες, από συναισθήματα. Ένα σπίτι από μόνο του είναι πέτρα και μπετά, ουσίες των οποίων την πραγματική, χημική υπόσταση συνήθως αγνοούμε, γιατί δεν μας νοιάζει - αυτό που μετράει είναι οτι είναι σπίτι, επειδή σπίτι το κάνει η επιθυμία κάποιο να μείνει εκεί. Όλοι μπορούν να δουν αυτή την επιθυμία. Αν ξεκινήσεις απο εκεί, και αποφασίσεις να ακούς πραγματικά τους ανθρώπους, να μην τους κάνεις ερωτήσεις για να σου δωθεί η ευκαιρία να τους απαντήσεις μετά αλλά επειδή πραγματικά ενδιαφέρεσαι, θα αρχίσεις να διακρίνεις τα συναισθήματα αυτά και εσύ, όποιος και αν είσαι, όπως και αν είσαι. Η ευτυχία αφήνει αυτό το απαλό χάδι στο μέτωπο, ο φόβος και ο πόθος φαίνονται στο βλέμμα, η εμπιστοσύνη και η αμφιβολία από την μελωδία της φωνής. Ποτέ δεν είπα πως είμαι μόνο εγώ έτσι - όλοι μπορούν, τουλάχιστον όλοι όσοι θέλουν.

Γιατί τα λέω σε εσένα; γιατί και εσύ ξέρεις να κοιτάς μέσα στους ανθρώπους. Και έτσι βρισκόμαστε ο ένας να ταξιδεύει στο μυαλό του άλλου, μέχρι που οι δύο κόσμοι μας γίνονται ένας, μια χώρα γεμάτη θαύματα. Από την μία δείχνει τόσο σωστό, αλλά από την άλλη τόσο λάθος. Αυτός ο δικός μας κόσμος είναι ένας απαγορευμένος κήπος, μια κρυφή Εδέμ στην οποία, αν μας πιάσουν, ισως δεν μας συγχωρέσουν ποτέ. Από την άλλη, αν δεν βρεθούμε εκεί, δεν θα συγχωρέσουμε εμείς ποτέ τους εαυτούς μας. Έτσι λοιπον ερχόμαστε πάλι στο προαιώνιο ερώτημα: τι κάνουμε;

Πρέπει να σου πω οτι δεν ήταν εύκολο να βρω την απάντηση. Πέρασα νύχτες ολόκληρες αναλογιζόμενος ποια είναι η σωστή λύση, συμβουλέυτηκα τους αρχαίους, τους πρωτοπόρους, τους φιλόσοφους. Κάθε θεωρία φιλοσοφίας που δημιουργήθηκε ποτέ μου δίνει ένα κομμάτι της απάντησης - ένα μικρό, προσεκτικά ζυγισμένο κομμάτι, ακριβώς του ίδιου μεγέθους με όλα τα υπόλοιπα. Μπορώ να πω όμως με περηφάνια πλέον, οτι μάζεψα όλα τα κομμάτια. Συνδύασα, αναρωτήθηκα, αμφισβήτησα, αμφισβητήθηκα, αλλά ξέρω ακριβώς το τι πρέπει να γίνει.

Να πάνε να γαμηθούν όλοι τους, εγώ θα σε περιμένω κάτω από την μηλιά. Φέρε τεκίλες."

Και η Αλίκη χαμογέλασε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου