Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Οι ηρωικές περιπέτειες του Σερ Χιονομουσούδα

Ένα από τα πράγματα που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος για μένα, είναι πως γράφω και παιδικά διηγήματa, όπως αυτό. Ο Σερ Χιονομουσούδας είναι ένα διήγημα από μια σειρά διηγημάτων μου με τίτλο "Αλλόκοτοι ήρωες". Είναι κατοχυρωμένα, αλλά δεν έχουν εκδοθεί

Οι ηρωικές περιπέτειες του Σερ Χιονομουσούδα

του Γιάννη Μιχαλόπουλου


Μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή και μαγική, υπήρχε το βασίλειο του Σαν Οπάλ. Εκεί άρχοντας ήταν ο βασιλιάς Πονπόν ο Δωδέκατος, ένας καλοσυνάτος και σοφός γέροντας, που αγαπούσε και φρόντιζε όλους τους υπηκόους του.

Μια μέρα, μια γυναίκα εμφανίστηκε στο παλάτι, και ζήτησε να μιλήσει μαζί του. Του είπε πως ήταν μια μάγισσα που ερχόταν από πολύ μακρυά, πέρα από τις πιο καυτές ερήμους, τα πιο πελώρια βουνά και τους πιο απέραντους ωκεανούς ότου κόσμου. Η μάγισσα εξήγησε στο βασιλιά πως μόλις είχε μεταφέρει την κρυψώνα της στο διπλανό δάσος, και του υποσχέθηκε πως θα κάνει το βασίλειο του το πιο μεγάλο και τρανό βασίλειο σε όλο τον κόσμο. Του έταξε πως οι σοδειές θα ήταν πάντα οι πιο πλούσιες από όλες, το εμπόριο θα μεγάλωνε συνέχεια, ενώ όλα τα ορυχεία θα έβγαζαν για πάντα άφθονο χρυσάφι, αρκεί ο βασιλιάς να την άφηνε να παίρνει κάθε χρόνο επτά από τα παιδιά των χωρικών, για να τα κάνει σκλάβους της και υπηρέτες της .

Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ, γιατί τα αγαπούσε τα παιδιά των χωρικών σαν δικά του παιδιά, και δεν θα άφηνε ποτέ τη μάγισσα να πειράξει ούτε μια τρίχα τους. Δίχως δεύτερη σκέψη, φώναξε τους φρουρούς του και τους διέταξε να διώξουν την μάγισσα από το παλάτι. Τότε εκείνη θύμωσε πάρα πολύ. Τα μάτια της άρχισαν να λάμπουν με ένα τρομαχτικό. κόκκινο φως, και η φωνή της ακουγόταν δυνατή σαν βροντή.

"Πως τολμάς;" ούρλιαξε. "Τώρα θα δεις τι παθαίνουν όσοι αρνούνται την φιλία μου!” είπε, Με μια απότομη κίνηση έβγαλε το μαγικό ραβδί που είχε περασμένο στη ζώνη της, και άρχισε να ξεστομίζει την τρομερή κατάρα της.

"Από την ώρα της αυγής
ως τη στιγμή της δύσης,
παιδί αν είσαι εσύ μικρό,
τότε δεν θα ξυπνήσεις.

Μα και την ώρα που το φως
θα λείπει από κοντά σου,
εσύ θα μείνεις ασφαλής
μες στα σκεπάσματα σου!".

Αμέσως, η άκρη του μαγικού ραβδιού άρχισε να λάμπει, και μια αστραπή τύφλωσε το βασιλιά και τους φρουρούς του. Όταν συνήλθαν, η μάγισσα είχε εξαφανιστεί. Ο βασιλιάς έτρεξε γρήγορα στο μπαλκόνι και είδε όλα τα παιδιά του χωριού να πέφτουν για ύπνο, ένα προς ένα. Άλλα αποκοιμήθηκαν στη παιδική χαρά, άλλα στο δρόμο για το σπίτι, άλλα ενώ έπαιζαν βόλους και άλλα ενώ έπαιζαν μπάλα.

“Καταστροφή!” φώναξε απελπισμένος ο βασιλιάς. “Τι θα κάνουμε τώρα; Κανένας στο χωριό δεν ξέρει από μάγισσες και από κατάρες, και τα παιδιά πρέπει να ξυπνήσουν για να φάνε σύντομα, αλλιώς δεν θα αντέξουν πολύ. Θα πρέπει να βρούμε τη μάγισσα και να την κάνουμε να λύσει τα μάγια της πριν είναι αργά. Πείτε το σε όλους όσους ξέρετε, διαδώστε το παντού – όποιος μπορέσει να νικήσει τη μάγισσα, θα έχει ό,τι ζητήσει”

Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα, και την άλλη μέρα, λίγο πριν το χάραμα, η πλατεία του Σαν Οπάλ είχε γεμίσει με διάφορους επίδοξους ήρωες που ήθελαν να νικήσουν τη μάγισσα και να πάρουν την αμοιβή. Μπορούσε κανείς να δει ανάμεσα τους κάθε λογής άνθρωπο, από περιπλανώμενους ιππότες και βάρδους, μέχρι παλαιστές και ξιφομάχους., Ξαφνικά, η γη άρχισε να τρέμει, και μια σκιά μεγάλη σαν βουνό εμφανίστηκε πάνω από την πόλη. Μια βροντερή φωνή ακούστηκε από το μέρος της:

“Καλημέρα, κάτοικοι του Σαν Οπάλ. Είμαι ένας γίγαντας από την χώρα των Τιτάνων. Θα βρω και θα νικήσω αυτή τη μάγισσα, ακόμα και αν χρειαστεί να σηκώσω όλο το δάσος”.
Οι κάτοικοι του Σαν Οπάλ άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν, γιατί ήταν σίγουροι ότι ο τεράστιος γίγαντας θα νικούσε τη μάγισσα.. Έτσι, με το πρώτο φως της αυγής, όλοι οι επίδοξοι ήρωες ξεκίνησαν για να βρουν την κρυψώνα της μάγισσας, με τον γίγαντα για αρχηγό τους. Όταν ήρθε το βράδυ όμως, δεν είχε γυρίσει κανείς τους. Ο βασιλιάς ανησυχούσε όλο και περισσότερο.

“Δεν είναι δυνατόν” έλεγε και ξανάλεγε. “Δεν μπορεί να χάθηκε ολόκληρος γίγαντας σε ένα τόσο μικρό δάσος, μάλλον θα ξεκουράζεται κάπου”.

Στο μεταξύ, οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί στην είσοδο του χωριού, γιατί άκουσαν καλπασμούς αλόγου, και νόμισαν ότι κάποιος επέστρεψε. Μέσα από το σκοτάδι είδαν να ξεπροβάλλουν τα άλογα που είχαν μαζί τους όσοι ξεκίνησαν το πρωί, χωρίς όμως τους καβαλάρηδες τους, φορτωμένα με σακιά. Όταν κατάφεραν και μάζεψαν τα άλογα και άνοιξαν τα σακιά, βρήκαν πως μέσα τους υπήρχαν μικρά, γυάλινα μπουκάλια, και μέσα σε κάθε μπουκάλι υπήρχε και ένας από τους ήρωες που ξεκίνησαν το πρωί, ακόμα και ο γίγαντας! Η μάγισσα τους είχε καταραστεί και τους είχε κάνει μικροσκοπικούς, και τους είχε κλείσει μέσα σε μπουκάλια! Όταν τα νέα έφτασαν στον βασιλιά, αυτός δεν άντεξε και έπεσε κλαίγοντας στο πάτωμα.

“Συμφορά που μας βρήκε!” είπε. “Κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, η μάγισσα είναι πολύ δυνατή!”

“Ίσως μπορώ να βοηθήσω εγώ, βασιλιά μου”, ακούστηκε μια φωνή από το πάτωμα. Ο βασιλιάς γονάτισε και, προς μεγάλη του έκπληξη, είδε ένα μικρό ποντίκι με κατάλευκη μουσούδα και αρχοντική φορεσιά να στέκεται προσοχή μπροστά του.

“Ποιος είσαι εσύ;” ρώτησε ο βασιλιάς, γεμάτος περιέργεια και θαυμασμό.

“Είμαι Σερ Εδουάρδος Χιονομουσούδας μεγαλειότατε, ιππότης του μεγάλου βασιλείου της Τυρολάνδης, δέκα χιλιάδες χιλιάδων πατούσες ταξίδι προς τη Δύση.”

“Χαρά μου που σε γνωρίζω, Σερ Χιονομουσούδα” είπε ο βασιλιάς. “Εγώ είμαι ο Πονπόν ο δωδέκατος, βασιλιάς του Σαν Οπάλ. Συγχώρα με για την αγένεια, αλλά δεν έχω ξαναδεί ποντίκι να μιλάει, πόσο μάλλον να έχει ρούχα αρχοντικά όπως εσύ, και να είναι ιππότης”

“Τα ποντίκια της Τυρολάνδης δεν είναι απλά ποντίκια, βασιλιά μου. Είμαστε ένας περήφανος και αναπτυγμένος λαός, και αν και αγαπάμε τα πρωτόγονα ξαδέλφια μας που βρίσκει κανείς στους αγρούς και τις πόλεις, οι ζωές μας είναι πολύ διαφορετικές”

“Και τι σε φέρνει στα μέρη μας, Σερ Χιονομουσούδα;”

“Έχω εκπαιδευτεί από τον καλό μάγο Ασημοτρίχη να βρίσκω και να πολεμάω το κακό, όπου και αν είναι, και ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο βοηθώντας όσους χρειάζονται τη βοήθεια μου. Κυνηγάω αυτή τη μάγισσα εδώ και πολύ καιρό, και νόμιζα ότι αυτή τη φορά θα την προλάβαινα, αλλά πάλι ξέφυγε. Μπορώ όμως να σας βοηθήσω να σπάσετε τα μάγια της.”

Ο βασιλιάς γούρλωσε τα μάτια του. “Μα...εδώ δεν κατάφερε να την νικήσει ο μεγάλος γίγαντας, πως θα μπορέσεις να την νικήσεις εσύ;” απόρησε.


“Βασιλιά μου” είπε ο Σερ Χιονομουσούδας, “ποτέ μην κρίνεις κάποιον από την εμφάνιση του. Ξέρω πως θα την νικήσω, και για να λέω πως μπορώ σημαίνει ότι έχω λόγο να το πιστεύω.”

“Εντάξει Σερ Χιονομουσούδα” είπε ο βασιλιάς. “Πες μου τι πρέπει να γίνει, και θα γίνει”

“Για αρχή, πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά, και να λύσουμε την κατάρα. Για κάθε κατάρα, υπάρχει μια αντί-κατάρα. Ένα ποίημα το οποίο σου λέει πως μπορεί να σπάσει η κατάρα, και να κάνει τα πράγματα όπως ήταν”, είπε ο Σερ Χιονομουσούδας, ενώ από το λαιμό του ξεκρέμασε μια μικροσκοπική σφυρίχτρα. Σφύριξε με όλη του τη δύναμη, αλλά δεν ακούστηκε κανένα σφύριγμα, ούτε κανένας άλλος ήχος.

“Τι παράξενη σφυρίχτρα, Σερ Χιονομουσούδα. Δεν βγάζει κανέναν ήχο. Μήπως είναι χαλασμένη;” ρώτησε ο βασιλιάς.

“Όχι μεγαλειότατε, αυτή εδώ είναι μια ειδική σφυρίχτρα με την οποία μπορώ και καλώ διάφορα ζώα για να με βοηθήσουν με την αποστολή μου. Όλα τα ζώα του δάσους είναι φίλοι μου, και πάντα χαίρονται να με βοηθούν ενάντια στο κακό. Πολλά ζώα ακούν διαφορετικούς ήχους από αυτούς που ακούν οι περισσότεροι άνθρωποι, γιατί τα αυτιά τους είναι φτιαγμένα με διαφορετικό τρόπο. Τώρα για παράδειγμα, κάλεσα μία κουκουβάγια”.

Πράγματι, πριν περάσουν πέντε λεπτά, μια κατάλευκη κουκουβάγια προσγειώθηκε στο μπαλκόνι. “Οι κουκουβάγιες έχουν ένα μοναδικό ταλέντο”, εξήγησε ο Σερ Χιονομουσούδας. “Αν τους πεις μια κατάρα, βρίσκουν αμέσως ποια είναι η αντί-κατάρα της. Επιτρέψτε μου να μιλήσω εγώ μαζί της, που ξέρω και την γλώσσα τους αρκετά καλά”

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα συνεννόησης στη γλώσσα των κουκουβαγιών, ο Σερ Χιονομουσούδας έκανε μια μεγάλη υπόκλιση, και η λευκή κουκουβάγια άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε στον ουρανό

“Εντάξει βασιλιά μου, έγινε. Έχουμε την αντί-κατάρα:"

“Φτιάξε πίτα ή μαρμελάδα
βάλε φύλο να απλωθεί
το παιδάκι θα ξυπνήσει
όταν το γλυκό ψηθεί

Γιατί για ύπνο τα παιδιά
που τρώνε νοστιμάδες
δεν τα βάζουν μάγισσες
μα μόνο οι μαμάδες”

Έτσι και έγινε. Ο βασιλιάς είπε σε όλες τις μαμάδες να ετοιμάσουν τα πιο νόστιμα γλυκά τους, και η μυρωδιά από τις νοστιμιές ξύπνησε τα παιδιά, μικρά και μεγάλα.

“Τελικά, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την μυρωδιά ενός ζεστού φαγητού που το έχεις ετοιμάσει για κάποιον που αγαπάς” είπε ο βασιλιάς, και ο Σερ Χιονομουσούδας συμφώνησε.

“Τώρα ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε τη μάγισσα” είπε ο Σερ Χιονομουσούδας. “Όσο έχει το μαγικό ραβδί της, δεν μπορούμε να βρούμε την κρυψώνα της, ούτε να την πολεμήσουμε στα ίσα. Έχω όμως ένα πονηρό σχέδιο που πιστεύω ότι θα πιάσει”

“Σύμφωνοι” είπε ο βασιλιάς. “Ολόκληρη η πόλη είναι στη διάθεση σου, γενναίε ιππότη.”

Μέχρι το επόμενο βράδυ, ο Σερ Χιονομουσούδας είχε ξεκινήσει το σχέδιο για να σταματήσει την μάγισσα. Ζήτησε από όλους τους κατοίκους του χωριού να κρύβουν τα παιδιά τους για λίγο, ώστε η μάγισσα να μην καταλάβει ότι έσπασαν την κατάρα, ενώ έπεισε τον βασιλιά να βρει μια καλή κρυψώνα και να του δανείσει για λίγο το θρόνο του.

Πράγματι, σύντομα η μάγισσα ξαναεμφανίστηκε. Οι φρουροί, που ήταν και αυτοί στο κόλπο, υποκλίθηκαν μπροστά της, και την πήγαν στην αίθουσα του θρόνου. Όταν η μάγισσα είδε πως αντί για τον βασιλιά, στο θρόνο βρισκόταν ένα ποντίκι, απόρησε.

“Που είναι ο βασιλιάς;” είπε. “Τι αστείο είναι αυτό;”

“Δεν είναι αστείο, ω σοφή μάγισσα” είπε ο Σερ Χιονομουσούδας, με δήθεν τραγική φωνή. “Εγώ είμαι ο βασιλιάς Πονπόν ο δωδέκατος. Όταν έφυγες από το χωριό μας, την άλλη μέρα ήρθε μια άλλη μάγισσα, και ζήτησε και αυτή τα παιδιά μας. Όταν της είπα ότι δεν μπορούσα να της τα δώσω γιατί τα πρόλαβε μια άλλη μάγισσα, με καταράστηκε με το μαγικό ραβδί της και έγινα ποντίκι”

Η μάγισσα γούρλωσε τα μάτια της “Δεν είναι δυνατόν! Καμία άλλη μάγισσα δεν έχει την κρυψώνα της εδώ κοντά! Εκτός και αν...Μήπως η άλλη μάγισσα ήταν παχουλή, με κόκκινα μαλλιά και ένα σπυράκι στη μύτη;”

“Ναι, ναι, έτσι ακριβώς!” είπε ο Σερ Χιονομουσούδας, χαρούμενος που η μπλόφα του έπιασε. “Είναι φίλη σου;”

“Κατάρα!” έβρισε η μάγισσα, πολύ θυμωμένα. “Είναι η αδελφή μου. Πάντα χώνεται στις δουλειές μου και κλέβει τις ιδέες μου, και τώρα φαίνεται ότι θέλει να φέρει και αυτή τη κρυψώνα της εδώ!”

Ο Σερ Χιονομουσούδας περίμενε αυτήν ακριβώς την ευκαιρία. “Αδερφή σου, ε; Τώρα που το λες, θυμήθηκα ότι είπε ότι είχε μια αδελφή” είπε, δήθεν αθώα. “Και μάλιστα μου είπε, αν συναντήσω ποτέ την αδελφή της, να της πω να μην προσπαθήσει να λύσει τα μάγια της, γιατί είναι η πιο δυνατή μάγισσα που έζησε ποτέ!”

“Η πιο δυνατή μάγισσα, ε; Αυτό θα το δούμε! Θα την τσακίσω, θα την εξοντώσω, θα την σβήσω από το χάρτη” φώναξε η μάγισσα, πυρ και μανία. “ Μείνε ήσυχος, βασιλιά μου. Θα σε κάνω όπως πρώτα, και θα σου αποδείξω ότι εγώ είμαι η πιο δυνατή μάγισσα σε όλο το βασίλειο! Αλλά μετά θα μου δίνεις επτά παιδιά το χρόνο, όπως είπαμε!”

“Σύμφωνοι” είπε ο Σερ Χιονομουσούδας. “Άλλωστε, καλύτερα να παίρνεις εσύ επτά κάθε χρόνο, παρά να τα χάσουμε όλα από την κατάρα του ύπνου”.

“Ήξερα ότι θα λογικευτείς!” είπε η μάγισσα, χαρούμενη. Με μια γρήγορη κίνηση, έβγαλε το μαγικό της ραβδί και έστρεψε προς το μέρος του Σερ Χιονομουσούδα.

“Άμπρα κατάμπρα μπρακατά,
και μαγικό ραβδάκι
διώχνω μακρυά τα μαγικά
που σε έκαναν ποντικάκι”

Το μαγικό ραβδί της άρχισε να λάμπει αλλά όπως ήταν φυσικό, δεν έγινε απολύτως τίποτα, αφού ο Σερ Χιονομουσούδας ήταν πραγματικό ποντίκι, και όχι καταραμένος βασιλιάς όπως είχε κάνει την μάγισσα να νομίζει. Η μάγισσα όμως είχε πεισμώσει, και δοκίμαζε το ξόρκι ξανά και ξανά, μέχρι που το μαγικό ραβδί της σταμάτησε να λάμπει.

“Να πάρει! Τελείωσε η μαγεία του ραβδιού μου! Συγγνώμη βασιλιά, θα πρέπει να γυρίσω στην κρυψώνα μου, να το ρίξω στο καζάνι με το μαγικό φίλτρο για να ξαναγεμίσει” είπε η μάγισσα.

Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Σερ Χιονομουσούδας έκανε νόημα στους φρουρούς, που ήταν κρυμμένοι και περίμεναν, και εκείνοι έτρεξαν να πιάσουν την μάγισσα. Όμως με το μαγικό της ραβδί άδειο από μαγεία, ήταν εντελώς ανυπεράσπιστη.

“Μου τη φέρατε!” φώναξε, καθώς οι φρουροί την κρατούσαν και την έσερναν προς τα μπουντρούμια του κάστρου. “Θα σας εκδικηθώ όλους! Θα σας μεταμορφώσω σε μυρμήγκια και σαλιγκάρια και βατράχια! Θα κάνω να βρέχει αλάτι για δύο εβδομάδες! Θα σας στείλω ορδές από τέρατα!”

“Δεν θα κάνεις τίποτα χωρίς αυτό” είπε ο Σερ Χιονομουσούδας, και έσπασε στα δύο το μαγικό ραβδί της.

Αμέσως, αστραπές και πολύχρωμες φλόγες ξεπήδησαν από τα κομμάτια του μαγικού ραβδιού, και κάθε κατάρα που είχε ρίξει ποτέ η μάγισσα γύρισε πάνω της. Άρχισε να μεταμορφώνεται σε διάφορα έντομα, ζώα, ερπετά και τέρατα στα οποία είχε μεταμορφώσει τα θύματα της κατά καιρούς, ενώ φωτιές και κεραυνοί έπεφταν σαν βροχή προς το μέρος της. Όταν όλα αυτά τελείωσαν, το μόνο που είχε μείνει από την μάγισσα ήταν ένας σωρός από στάχτες. Οι ήρωες που είχαν παγιδευτεί σε μπουκάλια έγιναν όπως πριν, ακόμα και ο γίγαντας, και ο Σερ Χιονομουσούδας ειδοποίησε τον βασιλιά να βγει επιτέλους από το μέρος που κρυβόταν. Εκείνος με τη σειρά του έστειλε τους φρουρούς του να ψάξουν για την μυστική κρυψώνα της μάγισσας.

Πράγματι, οι φρουροί του βασιλιά βρήκαν την κρυψώνα της πολύ εύκολα, αφού η μαγεία του μαγικού ραβδιού της είχε πια χαθεί. Εκεί βρήκαν και πολλά παιδιά, από άλλα μέρη που είχε περάσει η μάγισσα, δεμένα με αλυσίδες και ντυμένα με κουρέλια, και αφού τα ελευθέρωσαν όλα, φρόντισαν να γυρίσουν στα σπίτια τους με ασφάλεια. Το νέο διαδόθηκε παντού, και όλοι έμαθαν τα κατορθώματα του ξακουστού Σερ Χιονομουσούδα, του ήρωα που ότι του έλειπε σε μπόι, το είχε σε μυαλό και σε καρδιά. Έτσι, οι κάτοικοι του Σαν Οπάλ έζησαν όμορφα και ευτυχισμένα, και ο Σερ Χιονομουσούδας ξεκίνησε για νέες περιπέτειες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου